Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present διακόπτομαι διακοπτόμαστε
διακόπτεσαι διακόπτεστε, διακοπτόσαστε
διακόπτεται διακόπτονται
Imperfect διακοπτόμουν(α) διακοπτόμαστε, διακοπτόμασταν
διακοπτόσουν(α) διακοπτόσαστε
διακοπτόταν(ε) διακόπτοντα
Aorist (simple past) διακόπηκα διακοπήκαμε
διακόπηκες διακοπήκατε
διακόπηκε διακόπηκαν, διακοπήκαν(ε)
Perfect έχω διακοπεί έχουμε διακοπεί
έχεις διακοπεί έχουμε διακοπεί
έχει διακοπεί έχουν διακοπεί
Plusperfect είχα διακοπεί είχαμε διακοπεί
είχες διακοπεί είχατε διακοπεί
είχε διακοπεί είχαν διακοπεί
Future (continuous) θα διακόπτομαι θα διακοπτόμαστε
θα διακόπτεσαι θα διακόπτεστε, θα διακοπτόσαστε
θα διακόπτεται θα διακόπτεται
Future (simple) θα διακοπώ θα διακοπούμε
θα διακοπείς θα διακοπείτε
θα διακοπεί θα διακοπούν(ε)
Future Perfect θα έχω διακοπεί θα έχουμε διακοπεί
θα έχεις διακοπεί θα έχετε διακοπεί
θα έχει διακοπεί θα έχουν διακοπεί
Subjunctive Mood
Present να διακόπτομαι να διακοπτόμαστε
να διακόπτεσαι να διακόπτεστε, να διακοπτόσαστε
να διακόπτεται να διακόπτεται
Aorist να διακοπώ να διακοπούμε
να διακοπείς να διακοπείτε
να διακοπεί να διακοπούν(ε)
Perfect να έχω διακοπεί να έχουμε διακοπεί
να έχεις διακοπεί να έχετε διακοπεί
να έχει διακοπεί να έχουν διακοπεί
Imperative Mood
Present -- διακόπτεστε
Aorist διακόψου διακοπείτε
Participle
Present διακοπτόμενος
Perfect διακεκομμένος, -η, -ο διακεκομμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist διακοπεί
Examples with «διακόπτομαι»:
ελληνικά αγγλικά
Διακόπηκε η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στην εθνική οδό. The car traffic was stopped on the clearway.
H έρημος διακόπτεται από μικρές οάσεις. The dessert is intermitted by small oasis.
Ενώ μιλούσαμε μας διακόπηκε η τηλεφωνική σύνδεση. While speaking we were impeded by the telephonic connection.
Διακόπηκαν οι αεροπορικές πτήσεις. The flights had been interrupted.